Γερμανικά » Ελληνικά

rosten [ˈrɔstən] VERB αμετάβ +sein o haben

rösten [ˈrœstən] VERB μεταβ

1. rösten (Brot):

2. rösten (Kaffee):

Παραδειγματικές φράσεις με rostend

nicht rostend

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "rostend" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский