Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „reinfallen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

rein|fallen irr VERB αμετάβ +sein οικ

1. reinfallen (hineinfallen):

reinfallen in +αιτ

2. reinfallen (Fiasko erleben):

reinfallen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"reinfallen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский