Γερμανικά » Ελληνικά

popeln [ˈpoːpəln] VERB αμετάβ

Popel <-s, -> [ˈpoːpəl] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"popeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский