Γερμανικά » Ελληνικά

plumps [plʊmps] ΕΠΙΦΏΝ

plumps

Plumps <-es, -e> [plʊmps] SUBST αρσ

Plumps
πλαφ ουδ

plumpsen [ˈplʊmpsən] VERB αμετάβ +sein

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"plumps" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский