Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „lismen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

lismen [ˈlɪsmən] VERB αμετάβ/μεταβ CH

lismen s. stricken

Βλέπε και: stricken

stricken [ˈʃtrɪkən] VERB μεταβ/αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "lismen" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский