Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „hineinzwängen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . hinein|zwängen VERB μεταβ

hineinzwängen in +αιτ

II . hinein|zwängen VERB αυτοπ ρήμα

hineinzwängen sich hineinzwängen:

sich hineinzwängen in +αιτ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Durch dieses Hineinzwängen in den Gang und das stetige Ziehen der Käfer wird die Leiche mehr und mehr abgerundet.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hineinzwängen" σε άλλες γλώσσες

"hineinzwängen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский