Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „herumfuchteln“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

herum|fuchteln VERB αμετάβ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Art, wie der ziemlich hilflose Mann mit dem unhandlichen Holzscheit herumfuchtelte, war verhältnismäßig harmlos und jedenfalls nach natürlichem, gesundem Empfinden nicht ohne weiteres todeswürdig.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"herumfuchteln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский