Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „gefinkelt“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

gefinkelt [gəˈfɪŋkəlt] ΕΠΊΘ A

gefinkelt s. durchtrieben

Βλέπε και: durchtrieben

durchtrieben [dʊrçˈtriːbən] ΕΠΊΘ μειωτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"gefinkelt" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский