Γερμανικά » Ελληνικά

arm <ärmer, ärmste> [arm] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με armer

ein armer Wicht

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "armer" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский