Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „anscheißen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

an|scheißen irr VERB μεταβ χυδ

1. anscheißen (betrügen):

anscheißen

2. anscheißen (beschimpfen):

anscheißen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"anscheißen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский