Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Zahlungsermächtigung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Zahlungsermächtigung <-, -en> SUBST θηλ

Zahlungsermächtigung ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Aber auch für Händler sind solche Echtzeit-Bankzahlungsverfahren attraktiv, weil sie eine sofortige Zahlungsermächtigung und -garantie ohne das Risiko einer Rücklastschrift ermöglichen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Zahlungsermächtigung" σε άλλες γλώσσες

"Zahlungsermächtigung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский