Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Kollektivbeleidigung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Kollektivbeleidigung <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ

Kollektivbeleidigung

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Kollektivbeleidigung" σε άλλες γλώσσες

"Kollektivbeleidigung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский