Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Jemen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Jemen <-s> [ˈjeːmən] SUBST αρσ ενικ

Jemen
Υεμένη θηλ
in/im Jemen

Παραδειγματικές φράσεις με Jemen

in/im Jemen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Jisra’el Kesar (&lrm;; * 20. Mai 1931 in Sanaa, Jemen bis 8. September 2019 in Cholon) war ein israelischer Politiker und Knessetabgeordneter.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Jemen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский