Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Inbesitzhalten“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Inbesitzhalten <-s> [--ˈ---] SUBST ουδ ενικ ΝΟΜ

Inbesitzhalten

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Inbesitzhalten" σε άλλες γλώσσες

"Inbesitzhalten" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский