Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Erwerbsbeschränkung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Erwerbsbeschränkung <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ

Erwerbsbeschränkung

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Erwerbsbeschränkung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский