Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Dreckarbeit“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Dreckarbeit <-, -en> SUBST θηλ οικ

Dreckarbeit s. Dreck(s)arbeit

Βλέπε και: Dreck(s)arbeit

Dreck(s)arbeit <-, -en> SUBST θηλ οικ

Dreck(s)arbeit <-, -en> SUBST θηλ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Dreckarbeit" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский