Γερμανικά » Ελληνικά

Bevorrechtigte(r) <-n, -n> SUBST mf ΝΟΜ

bevorrechtigt [bəˈfoːɐrɛçtɪçt] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Bevorrechtigte Bevorrechtigter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский