Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Beschränkungsverbot“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Beschränkungsverbot <-(e)s, -e> SUBST ουδ ΝΟΜ

Beschränkungsverbot

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Beschränkungsverbot" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский